- Τανταλεία
- Τανταλείᾱ , Ταντάλειοςoffem nom/voc/acc dualΤανταλείᾱ , Ταντάλειοςoffem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τανταλεία — ἡ, Α βλ. ταλαντεία … Dictionary of Greek
Τανταλείαν — Τανταλείᾱν , Ταντάλειος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντεία — και τανταλεία, ἡ, Α ταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντεύω. Ο τ. τανταλεία με αντιμετάθεση τών συμφώνων] … Dictionary of Greek